μισθαποδότης

μισθαποδότης
μισθαποδότης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που καταβάλλει μισθό, που ανταμείβει
μσν.
(για τον θεό) αυτός που ανταμείβει στη μέλλουσα ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀποδότης (< ἀποδίδωμι), πρβλ. προ-αποδότης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μισθαποδότης — one who pays wages masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθαποδότην — μισθαποδότης one who pays wages masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθαποδότου — μισθαποδότης one who pays wages masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθαποδότῃ — μισθαποδότης one who pays wages masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθαποδότα — μισθαποδότᾱ , μισθαποδότης one who pays wages masc nom/voc/acc dual μισθαποδότης one who pays wages masc voc sg μισθαποδότᾱ , μισθαποδότης one who pays wages masc gen sg (doric aeolic) μισθαποδότης one who pays wages masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мьздодавьць — МЬЗДОДАВЬЦ|Ь (3*), А с. То же, что мьздовъздатель: никтоже ѹбо да не ѿчаѥтьсѧ аще съгрѣшилъ ѥсть. възискающиимь бо ѥго мьздодавьць бываѥть ѿметающиихъ же сѧ ѥго ˫аръ ѥсть. (μισϑαποδότης) СбТр ХII/XIII, 60 об.; се бо видѧще, ан҃гли предъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μισθαποδοσία — μισθαποδοσία, ἡ (ΑΜ) [μισθαποδότης] 1. καταβολή μισθού, αμοιβή 2. ανταμοιβή, ανταπόδοση μσν. θεϊκή ανταμοιβή στη μέλλουσα ζωή αρχ. ποινή, τιμωρία («πᾶσα παράβασις καὶ παρακοή ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • μισθαποδοτώ — μισθαποδοτῶ, έω (Α) [μισθαποδότης] καταβάλλω μισθό, αμείβω, ανταμείβω …   Dictionary of Greek

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՐԳԵՒԱՏՈՒ — (ի, աց.) NBH 2 0632 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c ա. χαριζόμενος, μισθαποδότης largitor, munificus. Տուօղ պարգեւաց. պարգեւաբաշխ. շնորհատու. վարձահատոյց. ... *Յերկնաւոր ʼի պարգեւատու յառատաձեռն Աստուծոյ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”